- παυστῆρα
- παυστήρone who stopsmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παυστῆρ' — παυστῆρα , παυστήρ one who stops masc acc sg παυστῆρι , παυστήρ one who stops masc dat sg παυστῆρε , παυστήρ one who stops masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παυστήρ — ῆρος, ὁ, Α αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ τού παύω + κατάλ. τήρ (πρβλ. τιμωρη τήρ). Το σ τού τ. είναι αναλογικό προς το σ τού αορ. ἔπαυσα (βλ.… … Dictionary of Greek